hongkong_21

Κάθε μέρα εδώ και οχτώ χρόνια βγαίνω στο μπαλκόνι. Κάθομαι εκεί όλο και περισσότερο. Κοιτάω τους απέναντι. Με κοιτούν κι αυτοί. Όχι τόσο συχνά όσο θα ήθελα, αλλά εντάξει, μην είμαστε και αχάριστοι, όλο και κάτι γίνεται.

Όταν πρωτοβγήκα, κανείς δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται την παρουσία μου. Σα να ήμουν αόρατος ένα πράμα. Ίσως έφταιγε που δεν ήμουν συνηθισμένος στην έκθεση, που δεν ήξερα πώς να προσελκύσω τα βλέμματά τους. Ξεκίνησα δειλά με κάτι χιουμοριστικά βιντεάκια ή έτοιμα σλόγκαν αμφιβόλου προελεύσεως. Λίγοι γύρισαν να με κοιτάξουν. Απογοητεύτηκα· έπρεπε να βρω άλλον τρόπο.

Αποφθέγματα – η εύκολη λύση. Ο Κοέλιο να είναι καλά. Συνέχισα με Μπουκόφσκι – αυτός με πήγε ένα βήμα παραπέρα. Ακόμα και οι κουλτουριάρηδες άρχισαν να ρίχνουν κλεφτές ματιές στο μπαλκόνι μου.Είχε πέραση ο συγκεκριμένος. Τόσο που με έκανε να επισκεφτώ μετά από πολλά χρόνια βιβλιοπωλείο. Σκέφτηκα ότι αν αγοράσω κάποιο από τα βιβλία του, θα έχω απεριόριστη πρόσβαση σε ατάκες και το μπαλκόνι μου θα γίνει σημείο αναφοράς. Ένας κόμβος επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης. Βλακείες λέω, απλά μου άρεσε η προσοχή, να με κοιτούν, να κάνουν like, να αναφωνούν : «Πω,πω, αυτός διαβάζει Μπουκόφσκι!». Ο υπάλληλος του βιβλιοπωλείου γέλασε όταν του ζήτησα ένα βιβλίο με τα καλύτερα αποφθέγματα του Μπουκόφσκι. Δεν πτοήθηκα και πήρα ένα που μου φάνηκε καλό. Τι απογοήτευση! Τι διεστραμμένο μυαλό! Είναι δυνατόν να είναι ο ίδιος με τις ατάκες στο facebook? Μάλλον περί συνωνυμίας πρόκειται, όταν ξαναβρώ χρόνο θα πάω σε άλλο βιβλιοπωλείο, σε κάποιο που να ξέρουν.

Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω και πολύ χρόνο πια. Είμαι στο μπαλκόνι όλο και περισσότερο. Συνδεδεμένος που λένε. Δεν είναι απλό. Πρέπει να είσαι συνέχεια εκεί, να φωνάζεις, να κάνεις θόρυβο, να τους αναγκάσεις να στρέψουν το βλέμμα. Γιατί βαριούνται εύκολα, ξεχνούν ακόμα πιο εύκολα και κοιτάνε τα άλλα μπαλκόνια.

unnamed

Μετά τα αποφθέγματα, πήρα σκύλο. Δε μου πολυαρέσουν, αλλά διάβασα μια έρευνα που έλεγε ότι κανείς δε μπορεί να αντισταθεί σ’ ένα χαριτωμένο κουτάβι που κάνει κόλπα/σκανταλιές/ναζάκια. Πήρα και μια φθηνή κάμερα και όλο κάτσε Τσάρλι, σήκω Τσάρλι, κάνε τούτο Τσάρλι, φέρε εκείνο Τσάρλι ήμουν. Ο Τσάρλι δεν έκανε τίποτα, μόνο έτρωγε, κατουρούσε και έκλαιγε για βόλτες. Θαυμαστές δεν έφερε. Επέστρεψα κι εγώ στα αποφθέγματα του συνονόματός του. Το μπαλκόνι μου δεν άντεχε άλλες ακαθαρσίες.

Έπρεπε να δράσω. Άρχισα να ανεβάζω στη σελίδα μου ό,τι συνέβαινε. Breaking news το λένε έξω, ΔΙΑΔΟΣΤΑΙ ΤΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΚΑΤΑΙΒΑΣΟΥΝ στα δικά μας τα μπαλκόνια.Συνομωσίες, βία, σκοτωμούς, όλα τα καλά. Φωτογραφίες με πρόσφυγες, παιδάκια, αστέγους. Πόνος και τρομολαγνία. Αυτό δούλεψε, απέκτησα κάποιους μόνιμους που με κοιτούσαν συνέχεια και όλο αυτό με ενθάρρυνε. Είχε όμως και το τίμημά του. Έπρεπε να ήμουν διαρκώς alert, μη μου ξεφύγει κάτι και προλάβει κάποιος άλλος. Μετακόμισα στο μπαλκόνι.

Είχα πλέον «επισκεψιμότητα». Με κοίταζαν πολλοί. Αλλά ο εχθρός του πολύ, είναι το περισσότερο – αυτό δε ξέρω ποιος το είπε. Παρατηρώντας τα μπαλκόνια των άλλων κατάλαβα τον τρόπο. Δεν έπρεπε να κοιτούν το μπαλκόνι μου, αλλά εμένα! Άρχισα τότε τις σέλφι. Αγόρασα ένα κοντάρι και καβάλα πήγαινα παντού. Έτρεχα π.χ. στο σούπερ μάρκετ, έβγαζα μία σέλφι με την όμορφη ταμία, μία με τις αυξημένες τιμές στο γάλα, μία με τον ζητιάνο που ξημεροβραδιάζεται απ’ έξω και γρήγορα πίσω στο μπαλκόνι να τις δείξω στους απέναντι. Είχε αποτέλεσμα. Το κοινό διψάει για προσωπικά στοιχεία, θέλει να έχει τη ψευδαίσθηση ότι κοιτά μέσα από κλειδαρότρυπα – κι ας είναι όλα στη φόρα. Αναγκάστηκα να πάω διακοπές μ’ ένα φίλο – εννοείται από το facebook, κανονικούς φίλους δεν έχω πια, είναι όλοι στα μπαλκόνια. Πήγαμε για κάμπινγκ και ανέβασα σε έξι μέρες 150 φώτο. Ηλιοβασιλέματα, κώλους, ουζάκια σε τραπεζάκια και δε συμμαζεύεται. Δεν πέρασα καθόλου καλά εννοείται, το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πότε θα επιστρέψω στο μπαλκόνι μου, ο φίλος μου έφυγε την τρίτη μέρα, το κάμπινγκ ήταν γεμάτο οικογένειες με τάπερ και ξόδεψα όλες μου τις οικονομίες. Όταν γύρισα, βρήκα το μπαλκόνι μου φωταγωγημένο. Όλα τα comments, τα likes, τα shares δικά μου! Ήμουν κάποιος.

Ήθελα κι άλλο. Διψούσα για περισσότερα κλικ. Άρχισα τις ψεύτικες ιστορίες. Μια μέρα είπα ότι κάτι τραγικό συνέβη, έκλεισα τα φώτα στο μπαλκόνι κι εξαφανίστηκα. Δεν είχε όμως το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Δυο τρεις μόνο ρώτησαν τι συμβαίνει και πριν περάσει μια εβδομάδα άρχισαν να ξεχνούν και μένα και τις υπέροχες αναρτήσεις μου. Αναγκαστικά επέστρεψα.

unnamed6

Από τότε δεν ξανακρύφτηκα. Όλη μέρα και όλη νύχτα στο μπαλκόνι των social media. Φωνάζω με όση δύναμη έχω, εδώ είμαι, κοιτάξτε με, δείξτε μου ότι με σκέφτεστε, δώστε μου σημασία, είμαι εδώ! Υπάρχω! Λέω ατάκες, σχολιάζω τα πάντα, κρίνω, καταδικάζω, κάνω r.i.p. και duck face! Είμαι σαν κι εσάς, διάφανος, γυμνός στο μπαλκόνι μου. Σας τα έδωσα όλα, σας τα είπα όλα, αλήθειες και ψέματα του εαυτού μου. Κοιτάξτε με! Κοινοποιήστε με! Κάντε με ό,τι θέλετε!

Μέρα νύχτα στο μπαλκόνι. Και να θέλω να φύγω, να μπω μέσα, δεν μπορώ. Σπίτι δεν υπάρχει πια, μόνο μπαλκόνι. Σε όλη την πόλη, σε όλον τον κόσμο, γυμνοί άνθρωποι και μπαλκόνια. Κάνουμε ό,τι θέλουν οι άλλοι, οι απέναντι, ό,τι οι πολλοί επιδοκιμάζουν. Δρούμε για να το πούμε, να το δείξουμε. Το τέλος της ιδιωτικότητας. Γίναμε οι ίδιοι μεγάλοι αδερφοί, οι μυστικές υπηρεσίες δε χρειάζεται να σπαταλούν πόρους για να μας παρακολουθούν, μια χαρά το κάνουμε από μόνοι μας.

Μόνο μπαλκόνια και γυμνά ανθρωπάκια να κανιβαλίζουν δίχως αύριο.

Για ένα γαμημένο like.

Νίκος Γκαμαρλιάς

Γυμνός στο μπαλκόνι

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Γυμνός στο μπαλκόνι

  1. Εξαιρετικό το κείμενο· πολύ καλή μετάβαση από την αλληγορία στο κυρίως θέμα. Βάλτε, όμως, και ένα credit για τον δημιουργό των εικόνων που κοσμούν και υποστηρίζουν το κείμενο. Ντροπή δεν είναι…

    Μου αρέσει!

Αφήστε απάντηση στον/στην 42 Ακύρωση απάντησης