Αισθάνομαι σαν φυσαλίδα μέσα σε μπουκάλι.Ξεκινάω από το σπίτι για μια ακόμη ίδια μέρα.Σαν φυσαλίδα,όμοιος,διάφανος,κενός,ανεβαίνω απότομα στη κορυφή με ένα χτύπημα στο πάτο και μετά αφήνομαι αγκαλιασμένStreet-Art-by-Pejac-in-Paris-France-1ος με τις άλλες φυσαλίδες να ξαναγυρίσω στο τέλος του.

Λαχταρώ να έρθει κάποιος να με πιεί να με λυτρώσει απ αυτό το μαρτύριο της επιτηδευμένης παλινδρόμησης.Μπαίνω στο αυτοκίνητο,ανοίγω τα παράθυρα και βάζω μπροστά,αυτό ήταν,μπήκα στη χρονοκάψουλα του τίποτα,από δω και πέρα και για δέκα ώρες,μαζί με τη μίζα γύρισε και ο διακόπτης στον αυτόματο πιλότο.

Αγαπώ τον ουρανό του χειμώνα,αντίθετα το καλοκαίρι τον απεχθάνομαι.Αντιλαμβάνομαι το χαοτικό του μπλέ ως το φόντο στο κάδρο της μέρας μου.Η εγκεφαλική αδράνεια που μου επιβάλεται για αυτές τις δέκα ώρες πρέπει με κάποιο τρόπο να νικηθεί.Είναι εκείνο το μαμούνι που υπάρχει στο συνειδητό του ασυνείδητου που ζητά υποτονικά μα επίμονα μια αλλαγή,μια εναλλαγή.Ενστικτωδώς την αναζητώ σηκώνοντας το βλέμμα μου ψηλά.Ο καλοκαιρινός όμως ουρανός με απογοητεύει ,ίδιος,προβλέψιμος,ασφυκτικά λαμπερός.

Φτάνω,φοράω τη μάσκα μου,τη στολή μου και είμαι έτοιμος.Χαζεύω τα πιτσιρικια και προσπαθώ να ανακαλύψω πού κρύβουν τη βεβαιότητα της αθανασίας τους,ίσως στην άγνοια..Ίσως τελικά κατέχουν την απόλυτη αλήθεια και μεγαλώνοντας τη ξεχνούν.Γεμίζω το κεφάλι μου με μέλλον για να αντέξω το παρόν και να χωνέψω το πρόσφατο παρελθόν.Κυκεώνας,κύκλος,που δε κλείνει,παρά μόνο επανεκκινείται.Προσηλωμένος στον ψυχαναγκασμό του αρνείται να κλείσει και γω σιχτιρίζω το βασανιστήριο του ανεκπλήρωτου.

Σαν δρομέας μεγάλων αποστάσεων που του κόβεται η άνασα σκεπτόμενος το υπόλοιπο μισό της διαδρομής.Γεμίζω τα πνευμόνια μου με οξυγόνο,εκπνέω και βουτάω ξανά στον πάτο του μπουκαλιού.Τα τζιτζίκια δίνουν ρυθμό στο όμοιο και η ζέστη με βαφτίζει προλετάριο για πέμπτη φορά σήμερα.Στιγμές,λεπτά,ώρες,μέρες,θαμμένες στον πιο βαθύ λάκο,χωρίς επικήδειο…Αυτόχειρες ούσες.Η απελπισία περίστροφο και σφαίρες της,οι ανάγκες.

Χρόνια ολόκληρα πεταμένα σ ένα πηγάδι δίχως πάτο,πουλώντας ζωή,παίρνοντας λίγο απ το τίποτα.Βαθειές ανάσες που ανεβαίνουν μα δεν βρίσκουν διέξοδο και εγώ εκεί μια ασήμαντη μαύρη κουκίδα σε μαυρογκρίζο ψηφιδωτό.Ευάλωτος,μικρούλης,θέλω να κλάψω λίγο μα ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ,πρέπει κάπου να κρυφτώ,έχω ανάγκη μια στιγμούλα μοναχικότητας,μα πού να κρυφτώ,πού να λουφάξω..;

Θα φτάσω εβδομήντα και θα χω ξεχάσει να ζήσω.Μυρίζει ούζο.Μυρωδιές,η υπερταχεία του μυαλού..Αχ!Κοίτα να δείς που νοιώθω ήδη καλύτερα.Σε μία ώρα φεύγω,γλυστράω ανάμεσα τους,αθέατος,νηφάλιος,μακάριος.Οι αισθήσεις επανέρχονται λίγο-λίγο,μπαίνω στο αυτοκίνητο,γυρίζω τη μίζα,όχι για να ξεκινήσω μα για να διαγράψω τις προηγούμενες ώρες.

Μια μικρή,προσωρινή ανάσταση κάθε σχόλασμα.Το βλέμμα μου γίνεται όλο και πιο αληθινό και τα χαρακτηριστικά μου μαλακώνουν.Στρίβω στο στενάκι μου,βάζω το κλειδί στη πόρτα,το σπίτι μου,η τρύπα μου,χαιδεύω τα σκυλιά μου..Ούφ!Τελείωσε.

Τώρα δεν έχω μέλλον,ούτε παρελθόν,μόνο παρόν,παρόν σε fast forward…

S.H.

Παρόν σε fast forward…

Σχολιάστε