Γέμισα το βλέμμα μου με όσο ήλιο μπορούσα και με μισόκλειστα μάτια κοίταξα στο απέναντι μπαλκόνι την Αlyona με τον Κωστή.Κάθε μέρα τους παρατηρώ ενώ κάνουν τον καθιερωμένο περίπατο στη βεράντα του απέναντι οροφοδιαμερίσματος.Ο Κωστής παραπληγικός και η Αlyona μια κοπέλα από τη Γεωργία που τον βοηθάει να περπατήσει μπλέκοντας τα χέρια της με τα δικά του στηρίζοντάς τον για να βγάλει ολόκληρη τη διαδρομή,Κάθε μέρα ο Κωστής και η Alyona στήνουν τον δικό τους μαραθώνιο αγάπης,τον δικό τους ιδιότυπο χορό και εγώ ο μόνος κρυφός θεατής,σαν να μη θέλω να με δουν για να μην τους αγχώσω .

Αντικριστά σαν ερωτευμένο ζευγάρι εκείνη με πίσω βήματα και εκείνος με μια λαχτάρα στο βλέμμα του για το κάθε του βήμα,η Alyona τον κοιτάζει στα μάτια και του λέει συνεχώς να επικεντρώνει στα δικά της και να μην αποσπάται από την κίνηση στο δρόμο,ο Κωστής πάντα με ένα αμήχανο χαμόγελο ακολουθεί προσπαθεί και πιέζει τον εαυτό του να φτάσει στην άλλη άκρη της βεράντας και πάλι πίσω.Μερικές φορές βγαίνει με τον αδερφό του για αυτόν τον μικρό μαραθωνίο,το αμήχανο χαμόγελο όμως δεν υπάρχει και στηρίζεται μόνο από τα κάγκελα ενώ ο αδερφός του τον κρατάει τον απο την μέση.

Η Alyona,κάθε μεσημέρι κατά τη μία παίρνει το πακέτο με τα τσιγάρα της και το κινητό της και βγαίνει στο μπαλκόνι.Ακουμπάει το πακέτο και τον αναπτήρα της στην άκρη της γλαστρας ενός μεγάλου φύκου και καπνίζει ασταμάτητα ενώ μιλάει στο τηλέφωνο.Μου δίνει την αίσθηση πως κρύβεται και πως έχει το νου της να μην γίνει αντιληπτή,όπως όταν είμασταν παιδιά και καπνίζαμε στο σχολείο.Μα η οικογένεια που την φιλοξενεί δεν φένεται να την περιορίζει.Μάλλον είναι από συνήθεια,ίσως έτσι επιβιώνει τόσα χρόνια,μένοντας στην αφάνεια,χωμένη σε σκιές.

Συνήθως είναι πολύ έντονη στο τηλέφωνο και ποτέ δεν παρατηρεί γύρω της,δεν την έχω δεί ποτέ να χαζεύει στον πολυσύχναστο κεντρικό δρόμο κάτω από το μπαλκόνι.Σαν να μην την ενδιαφέρει,σαν να μην υπάρχει τίποτα γύρω της,κοιτάζει στο άπειρο καθώς τραβάει τις γεμάτες τζούρες από το τσιγάρο της και κάτω ,τα πόδια της ,καθώς φυσάει τον καπνό.Και δεν χαμογελάει,παρά μόνο κατά τη διάρκεια της βόλτας της με τον Κωστή.

Ο αδερφός του Κωστή,ο Δημήτρης ένας πενηντάρης ποτισμένος μικροαστός,δείχνει να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στην Αlyona την οποία σε αυτούς που δεν γνωρίζουν την συστήνει ως αδερφή του.Ίσως το υποσυνείδητό του την έχει ήδη κάνει οικογένεια,ίσως θέλει να δικαιολογήσει την παρουσία της στο σπίτι προσπαθώντας να μην αποδεχθεί το ότι ο αδερφός του χρειάζεται 24ωρη βοήθεια,δεν ξέρω..Αυτός δεν βγαίνει στο μπαλκόνι,μόνο το βράδυ λίγο πριν κοιμηθεί,κάνει μια προσεχτική βόλτα σαν νυχτερινό περίπολο,ριχνει μια τελευταία ματιά στο αυτοκίνητο που είναι παρκαρισμένο από κάτω και μπαίνει μέσα κλείνοντας τα πατζούρια.

Η μητέρα τους,μια τσακισμενη, μαυροφορεμένη χήρα βγαίνει μόνο για να ποτίσει του φύκους.Βρέξει,χιονίσει μετά το μεσημεριανό φαί,με αργές κινήσεις,καθαρίζει τα ξερά φύλλα και ποτίζει με το λάστιχο τις γλάστρες.Δεν μιλάει ποτέ,μόνο παρατηρεί,τις περισσότερες φορές που η Alyona και ο Κωστής είναι στο μπαλκόνι η χήρα σπρώχνει διακριτικά την κουρτίνα από μέσα και τους χαζεύει,ανέκφραστη.

Καθώς η Alyona με τον Κωστή γυρίζουν σιγά-σιγά,προς την αφετηρία,σου δίνεται η αίσθηση πως έχουν εφεύρει ένα δικό τους,αργό περίεργο βαλσάκι,εκείνη έχει γύρει ελαφρά το κεφάλι προς το πλάι έτσι ώστε να μπορεί να την κοιτάζει κατάματα ο Κωστής και κάτι του λέει,είναι η μόνη στιγμή μέσα στη μέρα της που δείχνει να αλληλεπιδρά με το περιβάλλον της.Δεν ξέρω μα νοιώθω ότι οι δυό τους έχουν κάνει μια άτυπη συμφωνία.Εχει θέσει ο ένας στον άλλον έναν στόχο που πορευόμενοι προς αυτόν συνεχίζουν να υπάρχουν, να επιβιώνουν.Δεν ξέρω αν έχει ειπωθεί από τον έναν ή τον άλλον,μα θεωρώ δεν χρειάζεται να μιλούν,είναι τόσες οι στιγμές που κοιτάζονται στα μάτια που οι λέξεις περισεύουν.

Το τελευταίο διάστημα σχεδόν κάθε βράδυ βλέπω το ίδιο όνειρο.Βλέπω λέει πως μια ηλιόλουστη μέρα,ο Κωστής με την Alyona περπατούν στο μπαλκόνι με πλεγμένα τα χέρια τους ενώ ο ένας χάνεται στα μάτια του άλλου,μα ο Κωστής περπατάει κανονικά,το κεφάλι του δε γέρνει και δεν χρειάζεται πια υποστήριξη,κοιτάζει τον ήλιο και χαμογελάει,ενώ η μητέρα του και ο αδερφός του κλαίνε από χαρά,εγώ προσπαθώ να φωνάξω να μοιραστώ τη χαρά μου μαζί τους μα φωνή δε βγαίνει,χοροπηδάω στο μπαλκόνι κάνοντας διάφορα έντονα νοήματα για να με δουν μα νοιώθω σαν αόρατος,ενώ τους λούζει ένα καθαρό,ψυχρό,χαρμόσυνο φώς σταματάω τη προσπάθεια και τους χαζεύω αποσβολωμένος και ξυπνάω,έτσι με μια γλυκιά απογοήτευση να ανεβαίνει από τον οισοφάγο που εύκολα φεύγει καταπίνοντας.

Θέλω τόσο να περπατήσει ο Κωστής,η Alyona όμως να μην του φύγει,να συνεχίσουν να μιλάνε,χωρίς να μιλάνε,να συνεχίσουν να μπλέκουν τα χέρια τους,να συνεχίσουν να χορεύουν το δικό τους περίεργο βαλς και να κάνουν μια καινούργια άτυπη συμφωνία,δεν ξέρω τι συμφωνία,μα να μη χαθούν.Είναι κρίμα να πάνε στράφι τόσοι »περίπατοι»..

Ja.Br.

Φωτογραφία του χρήστη ArtBlog.

Το βαλς της Alyona και του Κωστή

Σχολιάστε