Κατερίνα Γώγου,ακόμα ένας κροκάνθρωπος που έφυγε νωρίς…

…Την έβλεπες συχνά εκείνα τα ανήσυχα μα τόσο αθώα, ακόμα, χρόνια στα μπαράκια, τα καφέ και τα βιβλιοπωλεία πέριξ της πλατείας, σε συνελεύσεις, πορείες, καταλήψεις και λοιπές δραστηριότητες του «χώρου»gogou, συμπαραστάτη και μάρτυρα υπεράσπισης σε πολλές δίκες αντιεξουσιαστών, όπου συνήθιζε να πηγαίνει φορώντας μαύρο μπερέ με κόκκινο αστέρι…

Γιώργος Κορδέλλας, σκηνοθέτης, πρώην σύντροφός της «Η ποίησή της υπήρξε κεραυνός εν αιθρία, καμία σχέση με τα λογοτεχνικά ήθη και το κατεστημένο της εποχής. Λόγος άμεσος, επιθετικός, οργισμένος, που τα σαλόνια έβρισκαν ευτελή και χυδαίο, αλλά ο ανήσυχος νέος κόσμος λάτρευε. Ως χαρακτήρας είχε σίγουρα γκρίζες, σκοτεινές περιοχές, ήταν όμως ταυτόχρονα άνθρωπος φωτεινός, με πολύ χιούμορ. Υπερπροβλημένη και η σχέση της με τα ναρκωτικά – εκείνη ήταν κυρίως του αλκοόλ, τα τελευταία χρόνια μόνο είχε μπλέξει με την ηρωίνη. Ευαισθησία, σκληρότητα, τα είχε όλα στον υπερθετικό, τη χαρακτήριζε το απρόβλεπτο. Γινόταν τη μια χαλί να την πατήσεις και την άλλη ταύρος σε υαλοπωλείο».

 Δημήτρης Πουλικάκος, μουσικός <<Εμφανίζονται διαχρονικά κάποιες ψυχές που γίνονται η υποσυνείδητη συνείδησή μας. Που λειτουργούν ενορατικά, βλέπουν μελλούμενα που ο μέσος άνθρωπος δεν αντιλαμβάνεται παρά μόνο σαν φάει το παλούκι! Τέτοια ήταν η Κατερίνα. Τόσο εκείνη όσο κι ο Παύλος, καθώς και ο Άσιμος, οι Εξαρχειώτες άγιοι που λέμε, φύγανε νωρίς. Δεν έζησαν όσο επιτρέπει η στατιστική, γλίτωσαν όμως την παρακμή. Ήταν όλοι τους ιδιότροπα, ευάλωτα άτομα. Δεν είχαν το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, ούτε ήταν ικανοί να δαγκώνουν –απλώς προσποιούνταν ότι το κάνουν-, γι’ αυτό και δεν επέζησαν. Άφησαν όμως άξια παρακαταθήκη».

 Στίχοι-ξυραφιές, λέξεις-προσάναμμα για εξεγέρσεις κοινωνικές και υπαρξιακές, ποιήματα όπου πρωταγωνιστούν αντάρτες, αλήτες, τζάνκια, ποινικοί, πόρνες, τραβεστί, άνεργοι, λούμπεν προλετάριοι, κυνηγημένοι μετανάστες, υποψήφιοι εργαζόμενοι που «τους κοιτάνε στα δόντια σαν άλογα». Καταπίεση, καταστολή, αλλοτρίωση, κενότητα, δημαγωγία, υποκρισία, κυνισμός, εικόνες από ένα μέλλον ζοφερό, αμείλικτο, εφιαλτικό, που ακουγόταν τότε επιστημονική φαντασία, αλλά που σήμερα μοιάζει να είναι η νέα πραγματικότητα. Και από δίπλα το «αντίδοτο» – η πίστη στη ζωή, στο όνειρο, στον άνθρωπο, στον καλύτερο κόσμο που θα σαρώσει θριαμβευτής τα ερείπια του παλιού. Το λογοτεχνικό κατεστημένο φρικιά, ο ψαγμένος νέος κόσμος τη λατρεύει. Κοντά στην ποίηση, ο ακτιβισμός. Το ’79 καταφθάνει στο «απαλλοτριωμένο» νεοκλασικό της Βαλτετσίου με ένα ογκώδες μαγνητόφωνο ανά χείρας και μιξάρει το «σάουντρακ» της πρώτης αθηναϊκής κατάληψης, το ’81 συνδιοργανώνει στο Σπόρτινγκ μεγάλη συναυλία «κατά της κρατικής καταστολής», το ’83 βγάζει με τον Κάιν την ιστορική, πλέον, αφίσα «Οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη», το ’86 μηνύει τον τότε αρχηγό της Αστυνομίας Νίκωνα Αρκουδέα για ξυλοδαρμό από τα ΜΑΤ σε κάποια διαδήλωση. Την έβλεπες συχνά εκείνα τα ανήσυχα μα τόσο αθώα, ακόμα, χρόνια στα μπαράκια, τα καφέ και τα βιβλιοπωλεία πέριξ της πλατείας, σε συνελεύσεις, πορείες, καταλήψεις και λοιπές δραστηριότητες του «χώρου», συμπαραστάτη και μάρτυρα υπεράσπισης σε πολλές δίκες αντιεξουσιαστών, όπου συνήθιζε να πηγαίνει φορώντας μαύρο μπερέ με κόκκινο αστέρι. Συνελήφθη και ανακρίθηκε επανειλημμένα, μέχρι καταζητούμενη βρέθηκε ως δήθεν συνεργός σε δολοφονία (1991). Δεν χαμπάριαζε Χριστό, εννοείται – δεν τη λέγανε τυχαία «σαλεμένη».

«Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ είναι μη γίνω «ποιητής» 
Μην κλειστώ στο δωμάτιο
ν’ αγναντεύω τη θάλασσα
κι απολησμονήσω.
Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου
κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ
μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.
Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε
για να με χρησιμοποιήσει.
Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα
για να κοιμίζω τους δικούς μου.
Μη μάθω μέτρο και τεχνική
και κλειστώ μέσα σε αυτά για να με τραγουδήσουν…..»

   Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Ιούνη 1940. Από πολύ μικρή, 5 χρονών, ως παιδί θαύμα, δούλεψε σε παιδικούς θιάσους και στη συνέχεια επαγγελματικά, σαν ηθοποιός στον κινηματογράφο και στο θέατρο. Συμμετείχε σε πολλές ταινίες(«Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο/1959», «Άπονη ζωή/1964», «Δεσποινίς Διευθυντής/1964», «Η δε γυνή να φοβείται τον άντρα/1965», «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση/1971″ κ.ά.) , ενώ στο θέατρο έπαιξε από επιθεώρηση μέχρι τραγωδία(θίασος Κ. Κουν). Πρωταγωνίστησε στις εξής ταινίες : α) «Το & βαρύ πεπόνι»(Π. Τάσιου, 1977 κέρδισε το Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), β) «Παραγγελιά»(Π. Τάσιου, 1980 μέρος της ταινίας βασίζεται σε ποιήματά της) και γ) «Όστρια»(Α. Θωμόπουλου, 1984 / συνεργάστηκε στο σενάριο / πήρε το Κρατικό Βραβείο Ερμηνείας και μοιράστηκε το Βραβείο Σεναρίου με τον Α. Θωμόπουλο).

 Το σίγουρο είναι ότι η Κατερίνα ήταν ένας ασυμβίβαστος άνθρωπος, κάποια που δεν άντεχε όλο αυτό τον πόνο και την αθλιότητά γύρω της, και έβγαζε ποιητικές κραυγές μπας και ξυπνήσουν οι χαρτοφυλακένιοι άνθρωποι. Οι κραυγές της δεν πήγαν χαμένες, αφού όλο και περισσότεροι νέοι άνθρωποι διαβάζουν την ποίησή της, όλο και περισσότεροι αληθινοί άνθρωποι την ανακαλύπτουν.
Για την Κατερίνα Γώγου,είχε γραφτεί ότι μετά το θάνατο της,άφησε μια δυναμική κατάθεση αλήθειας,που από πολλούς θεωρήθηκε κοινωνική ύβρις.Αναφέραμε ήδη ότι στο τέλος της δεκαετίας του 70 υπήρξε ένα σύμβολο για τη νεολαία του αντιεξουσιαστικού χώρου,που ήταν οργισμένη για την επίσημη αριστερά.Ενοπλοι που δρούσαν στις δεκαετίες του 70 και του 80 στην Αθήνα,αναφέρονται συχνά στο έργο της,καθώς για την ποιήτρια ήταν κοινωνικοί αγωνιστές,κάτι που τους έκανε νεότερους,ομορφότερους και τους αγιοποιούσε:
«όμορφος σαν τρομοκράτης»,έγραφε.

«Η Κατερίνα ένιωθε σαν αγρίμι παγιδευμένο, ήταν διαρκώς σε διωγμό. Τελικά δεν άντεξε και έφυγε… άφησε όμως πίσω τα ποιήματά της που μιλούν ακόμη για εκείνη, με φοβερή δύναμη και άσβηστο πάθος…»N.Kούνδουρος,σκηνοθέτης

«Από τη στιγμή που δεν μας αφήνουν να φτιάξουμε τη ζωή, θα χαλάσουμε αυτό που υπάρχει και θα βγει το καινούργιο μετά» δήλωνε η ίδια.

Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μέτς.
Κάνουν ότι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν έρημους
Διερμηνείς σε καμπαρέ της Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τους στρίμωξαν και τα κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια
και οινόπνευμα για να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνται.
Εμένα οι φίλοι μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτόρια Κουκάκι Γκύζη.
Πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια μανταλάκια
Τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων
δανεικά φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ότι λάχει.
Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή
Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα
γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο
γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα
γιατί η δικιά σας μόνο για γλείψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στα χέρια σας. Στο λαιμό σας.
Οι φίλοι μου. 

Σχολιάστε